«Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον»: Η ταινία σε παραγωγή του Netflix είναι κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Έρικ Μαρία Ρεμάρκ
Mία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς (η γερμανική πρόταση για τα επόμενα Όσκαρ), στην κορυφή της λίστας στις πιο δημοφιλείς ταινίες του Netflix και ένας τίτλος που στις μεγαλύτερες γενιές μόνο άγνωστος δεν είναι.
Το «Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο» αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά ενός κλασικού, πολύ σημαντικού και επιδραστικού βιβλίου που κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 1929.
Ο συγγραφέας του, Έρικ Μαρία Ρεμάρκ, όταν ήταν 18 χρονών κατετάγη εθελοντικά στο δυτικό Μέτωπο στον Α΄ ΠΠ και έζησε από πρώτο χέρι τη φρίκη του πολέμου, την οποία λίγα χρόνια μετά περιέγραψε μέσα από την ιστορία του Πάουλ Μπόυμερ, που με μια παρέα συμμαθητών του βρίσκονται, όπως κι εκείνος, από τα θρανία στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Ήταν η πρώτη φορά που ο πόλεμος δεν παρουσιαζόταν σαν κάτι ηρωικό, αλλά έδειχνε την ψυχική και σωματική εκμηδένιση των απλών στρατιωτών, μέσα από τις σκέψεις, τα συναισθήματά και τα βιώματα του ήρωα στην κόλαση των χαρακωμάτων. Με λίγα λόγια, έδειχνε τι στα αλήθεια είναι ο πόλεμος για αυτούς που πολεμούν σε μια εποχή που εκατομμύρια άνθρωποι είχαν υποφέρει και θα υπέφεραν σύντομα ξανά από την καταστροφική δίνη δύο παγκοσμίων πολέμων.
Έχοντας αφηγηματικές αρετές και χρησιμοποιώντας ρεαλιστική γλώσσα, δεν είναι παράξενο που το βιβλίο αγαπήθηκε τόσο από το κοινό της εποχής του όσο και από τους απογόνους τους, (έχει πουλήσει 40 εκ. αντίτυπα ως σήμερα), ούτε ότι όταν ανέβηκαν οι ναζί στην εξουσία το ’33 κατέσχεσαν όσα αντίτυπα βρήκαν σε σπίτια και βιβλιοθήκες, τα έκαψαν και απαγόρευσαν την επανέκδοσή του.
Στο μεταξύ, η ιστορία του Ρεμάρκ είχε προλάβει να γίνει σε ένα ακόμα πιο ευρύ κοινό γνωστή στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, μέσα από τη μεταφορά της στον κινηματογράφο το 1930, σε μία υπερπαραγωγή που έμεινε στην ιστορία ως μία από τις πλέον εμβληματικές αντιπολεμικές ταινίες κερδίζοντας δύο Όσκαρ, Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας, στην τρίτη μόλις απονομή στην ιστορία του θεσμού.
Περίπου έναν αιώνα μετά, η ίδια ιστορία ζωντανεύει ξανά στην ταινία του Eduard Berger, με τους Γερμανούς συντελεστές –αυτή τη φορά– να έχουν πρωτοδιαβάσει το βιβλίο του Ρεμάρκ όταν ήταν νέοι.
Θα κατάφερνε μια νέα ταινία να σταθεί αντάξια μιας τέτοιας κληρονομιάς; Ήταν μια πρώτη σκέψη που απαντήθηκε ήδη τις πρώτες μέρες που βγήκε στο Netflix.
«Τι είδαμε τώρα;» θυμάμαι κάποια σχόλια στο φέισμπουκ, και είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση που έχεις βλέποντας την ταινία που ακόμα και στη μικρή οθόνη (φανταστείτε στη μεγάλη) έχει πάνω σου μία σωματική επίδραση – σε κάνει να σφίγγεσαι και να παρακολουθείς το ψυχικό σύμπαν των ηρώων από πολύ κοντά, υπό τους ήχους μιας ηλεκτρισμένης, ανατριχιαστικής μουσικής.
Το σάουντρακ του Volker Bertelmann είναι καταπληκτικό και προμηνύει τον τρόμο ήδη καθώς παρακολουθούμε τους νεαρούς στρατιώτες να μεταφέρονται σε καμιόνια την άνοιξη του ’17 λίγα χιλιόμετρα δυτικά από την πόλη τους στην κατεχόμενη Γαλλία, ανυποψίαστοι για το τι τους περιμένει.
Κι ούτε καταλαβαίνουμε πότε, το πατριωτικό πνεύμα και ο αρχικός ενθουσιασμός που τους έχουν εμφυσήσει δίνουν τη θέση τους στον εφιάλτη, σε ένα σταχτί σκηνικό θανάτου, γεμάτο κρατήρες από βόμβες, ανατιναγμένα δέντρα και διαμελισμένα πτώματα.

Καλωσήλθατε στην κόλαση.
«Μια ταινία που όλο σκοτώνονται» θα μπορούσε να πει ένας αδιάφορος θεατής και δεν θα είχε ακριβώς άδικο. Γιατί αυτό που κυρίως βλέπουμε είναι τους ήρωες να μπαινοβγαίνουν στις μάχες για να αμυνθούν ή να επιτεθούν, να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, ο ένας πίσω από τον άλλο, ο ένας δίπλα στον άλλο, υπακούοντας εντολές που καθώς τους σπρώχνουν με μια τυχαιότητα στον θάνατο μετατρέπουν τους ίδιους σε μηχανές θανάτου.
Ο απόλυτος παραλογισμός διακόπτεται από στιγμιότυπα της ειρηνικής ζωής, όπως όταν διαβάζουν τα γράμματα των αγαπημένων ή όταν κλέβουν μια χήνα από μια γαλλική αγροικία για να μην πεθάνουν από ασιτία, ενώ κάποια πανέμορφα πλάνα από τη γαλλική ύπαιθρο μεσολαβούν σαν μικρές ανάσες από το σφίξιμο και τον τρόμο, ανακουφίζοντας στιγμιαία όχι μόνο τους ήρωες αλλά και εμάς τους θεατές. Κι αν υπάρχει πλοκή, αυτή χτίζεται ανεπαίσθητα αλλά μεθοδικά μέσα από τα χρονικά ορόσημα.
Η έκβαση του πολέμου έχει ήδη κριθεί, την άνοιξη του 1918 κάθε δύο εβδομάδες σκοτώνονται στο μέτωπο 40.000 Γερμανοί στρατιώτες, νούμερο ικανό να πείσει τους στρατηγούς για συνθηκολόγηση. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας ωστόσο διαδραματίζεται μόλις τις 4 τελευταίες μέρες.
Όσο η συνθηκολόγηση βραδυπορεί χωρίς λόγο, ο ήρωας (κι εμείς μαζί του) αγωνιά να τελειώσει ο εφιάλτης – αν η ειρήνη έχει αποφασιστεί γιατί οι φονικές μάχες συνεχίζονται; Ακόμα και τα λεπτά παίζουν ρόλο, ακόμα και τα δευτερόλεπτα, οι στρατιώτες ρίχνονται στον θάνατο σε μια επίθεση λίγο πριν τις 11 το πρωί στις 11/11, ώρα επίσημης λήξης του πολέμου.
Έχουμε δει πολύ καλές αντιπολεμικές ταινίες τα τελευταία χρόνια, καμία όμως σαν αυτή. Στο «Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο» δεν υπάρχει κάποια ένδοξη στιγμή που να καθορίζει την πορεία του πολέμου, όπως στη «Δουνκέρκη», ούτε κάποια αφηγηματική αποστολή, όπως στο «1917», όπου οι ήρωες πρέπει κάπου να πάνε, κάτι να καταφέρουν, και μέσα εκεί να χάσουν ή να μη χάσουν τη ζωή τους.
Εδώ έχουμε μια επαναλαμβανόμενη λούπα θανάτου, τα συντάγματα των νεοσύλλεκτων στρατιωτών στέλνονται να σφαγιαστούν σε ένα μέτωπο που ελάχιστα μετακινείται στη μία ή στην άλλη πλευρά στα τόσα χρόνια πολέμου. Η απουσία δράσης συνοδεύεται και από την απουσία κάθε ίχνος ηρωισμού.
Ο πόλεμος από την οπτική των εισβολέων δεν έχει τίποτα το ηρωικό, καμιά ηθική δικαιολόγηση και κανένα αίσθημα που θα είχε ως πυξίδα την αγάπη για την πατρίδα και την υπεράσπιση της ελευθερίας. Τότε γιατί πεθαίνουν όλοι αυτοί;
Στην ιστορία μας οι νεκροί των κακών δεν έχουν διαφορά από τους νεκρούς των καλών, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, ο Πολ και η παρέα του προσπαθούν απλώς να μην πεθάνουν.
Σε μία από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές της ταινίας, αλλά και του βιβλίου, όταν ο Πολ μένει σε έναν κρατήρα από βόμβα πολλές ώρες με τον «εχθρό», έναν Γάλλο που έχει ο ίδιος τραυματίσει θανάσιμα, του λέει συντετριμμένος έχοντάς τον αγκαλιά όσο ψυχορραγεί: «Αν πετάγαμε τα τουφέκια και τις στολές, θα μπορούσες να είσαι αδερφός μου».

“Είμαι νέος. Είμαι είκοσι χρονών. Μα από τη ζωή μονάχα την απελπισία έχω γνωρίσει, αυτή την αγωνία, το θάνατο και το πιο επιπόλαιο, το πιο παράλογο αλυσόδεμα της ζωής σε μια άβυσσο πόνου. Βλέπω να σπρώχνονται οι λαοί, να χτυπούν ο ένας τον άλλον και να σκοτώνονται δίχως να λένε τίποτα, δίχως να ξέρουν τίποτα, με τρέλα, πειθήνια κι αθώα».
Είναι ένα απόσπασμα του βιβλίου, και θα μπορούσε να είναι η μαρτυρία οποιουδήποτε από τους στρατιώτες που σκοτώθηκαν στα χαρακώματα του δυτικού μετώπου, περίπου 3 εκ. στρατιώτες από τα 14 συνολικά του ΑΠΠ. Αλλά και οποιουδήποτε στρατιώτη οποιουδήποτε πολέμου.
Στο «Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο» η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος συναντούν την Ιστορία.